- ἀραιόθριξ
- ἀραιό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,A with thin hair, Hsch.s.v. ψεδνή, cf. Moer. 421.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αραιόθριξ — ἀραιόθριξ ( τριχος), ο (AM) αυτός που έχει αραιά μαλλιά … Dictionary of Greek